- ὕδριος
- ὕδρ-ιος, α, ον,A of water, περὶ ὑδρίων ὡροσκοπείων On water-clocks, a lost treatise by Hero, mentioned by Hero Spir.1 Prooem., and by Procl.Hyp.4.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύδριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νερό 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. υδρία 3. φρ. «περὶ ὑδρίων ὡροσκοπείων» τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος, που δεν έχει διασωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ιος*] … Dictionary of Greek
ὑδρίων — ὕδριος of water fem gen pl ὕδριος of water masc/neut gen pl ὑδρίον cistern neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδριον — ὕδριος of water masc acc sg ὕδριος of water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρίαις — ὕδριος of water fem dat pl ὑδρία water pot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρίην — ὕδριος of water fem acc sg (epic ionic) ὑδρία water pot fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρίοις — ὕδριος of water masc/neut dat pl ὑδρίον cistern neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρίου — ὕδριος of water masc/neut gen sg ὑδρίον cistern neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρία — ὑδρίᾱ , ὕδριος of water fem nom/voc/acc dual ὑδρίᾱ , ὕδριος of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑδρίᾱ , ὑδρία water pot fem nom/voc/acc dual ὑδρίᾱ , ὑδρία water pot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑδρίον cistern neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρίας — ὑδρίᾱς , ὕδριος of water fem acc pl ὑδρίᾱς , ὕδριος of water fem gen sg (attic doric aeolic) ὑδρίᾱς , ὑδρία water pot fem acc pl ὑδρίᾱς , ὑδρία water pot fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειψυδρία — η (AM λειψυδρία) έλλειψη επαρκούς ύδατος για πόση ή για άλλες χρήσεις («ἀναστρέψαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς ἐμφράττει τοὺς τῆς πηγῆς πόρους καὶ ποιεῑ λειψυδρίαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + υδρία (< ὕδριος < ὕδωρ), πρβλ. αν υδρία] … Dictionary of Greek
μεθυδριάς — μεθυδριάς, άδος, ἡ (Α) νύμφη τών υδάτων, νεράιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑδριάς «αυτή που ζει στα νερά» (< ὕδριος), πρβλ. εφ υδριάς] … Dictionary of Greek